διχοτομῶ
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Mantoulidis Etymological
(=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπό τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα + τέμνω).
Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, διχοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα τέμνω.