διχοτομῶ

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Mantoulidis Etymological

(=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπό τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα + τέμνω).
Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, διχοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα τέμνω.