sadness
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Dejection: P. and V. ἀθυμία, ἡ, δυσθυμία, ἡ (Plat.).
Grief: P. and V. λύπη, ἡ, ἀνία, ἡ, Ar. and V. ἄλγος, τό. ἄχος, τό, V. δύη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, οἰζύς, ἡ, πένθος, τό (in P. outward signs of mourning).
Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ; see misfortune.
Misery: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, ἀθλιότης, ἡ, κακοπραγία, ἡ.