γνωριστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one that takes cognizance of, δίκης Antipho 5.94. II diviner, LXX 4 Ki.23.24.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 conocedor γνωρισταὶ ... τῆς δίκης instructores del proceso Antipho 5.94.
2 abs. adivino LXX 4Re.23.24.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, der Kenntnißnehmende (Entscheidende?), δίκης Antiph. 5, 94.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ λαμβάνων γνῶσίν τινος καὶ διακρίνων, δίκης Ἀντιφῶν 140. 37. 2) ὁ ἔχων γνῶσίν τινος, σοφός, προφήτης, Ἑβδ. 4 Βασ. 23, 24, Ἀκύλ. Δευτ. 18, 11.
Greek Monolingual
ο (AM γνωριστής) γνωρίζω
αυτός που γνωρίζει καλά κάτι, ο ειδήμων
αρχ.
μάντης.