τριπρόσωπος
English (LSJ)
ον, three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.
Léxico de magia
-ον de tres caras de Hécate-Selene-Ártemis <θύω σοι> τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ..., τρικάρανε Σελήνη, θρινακία, τριπρόσωπε te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, tricéfala Selene, de tres extremos, de tres caras P IV 2526 καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ... a ti te invoco, diosa de tres caras, Mene P IV 2608 ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη ven a mí, Selene de tres caras P IV 2786 Ἑκάτη τ. ἑξάχειρ κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶν λαμπάδας una Hécate de tres caras y seis manos, sosteniendo antorchas en ellas P IV 2119 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τριπρόσωπε, τριαύχενε καὶ τριοδῖτι por ello te llaman Hécate, de tres caras, de tres cuellos y de tres caminos P IV 2822 λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τ. toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras P IV 2879