κατεξουσία

From LSJ
Revision as of 15:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξουσία Medium diacritics: κατεξουσία Low diacritics: κατεξουσία Capitals: ΚΑΤΕΞΟΥΣΙΑ
Transliteration A: katexousía Transliteration B: katexousia Transliteration C: kateksousia Beta Code: katecousi/a

English (LSJ)

ἡ, sovereignty, dominion, τῶννερτέρων θεῶν IG14.1047.5 ( = Tab.Defix.Aud.188): c.gen., power over, τοῦ βιοθανάτου πνεύματος PMag.Par.1.1949; also δὸς αὐτῷ τὴν κ. κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ CIG4710 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, verstärktes ἐξουσία, Sp.

Spanish

dominio, poder

Greek Monolingual

κατεξουσία, ἡ (Α)
1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον
2. επιβολή
3. κατίσχυση, νίκη.

Léxico de magia

dominio, poder c. gen. δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα καὶ δός μοι τὴν κατεξουσίαν τούτου τοῦ βιοθανάτου πνεύματος soberano Helios, escúchame a mí, fulano, y concédeme el poder sobre el espíritu de éste que ha muerto violentamente P IV 1949 ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας θεός, ὁ ἔχων ἄνω τὴν κατεξουσίαν te ordena el gran dios, el que tiene arriba el poder P LVIII 10