καρπάσινος
From LSJ
English (LSJ)
[πᾰ], η, ον, made of κάρπασος, LXX Es.1.6, Str.7.2.3, D.H.2.68.
German (Pape)
[Seite 1328] von seinem spanischem Flachs, ἐφαπτίδες Strab. VII, 294, ἐσθής D. Hal. 2, 68.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάσινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ καρπάσου, δηλ. ἐκ λεπτοῦ λίνου, Στράβ. 294, Διον. Ἁλ. 2. 68:- ὡσαύτως καρπάσιος, α, ον, Παυσαν. 1. 26, 7. - Κατὰ Φώτ. «καρπάσινοι, κορτῖναι», παραπετάσματα.
Spanish
Greek Monolingual
καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) κάρπασος
ο κατασκευασμένος από κάρπασο.
Léxico de magia
-ον graf. καλπ- de lino de madera para quemar ἐπίθυε ἐπὶ ἀνθράκων καλπασίνων βόλβιθον βοὸς μελαίνης ofrece sobre carbones de madera de lino estiércol de una vaca negra P IV 1439