ὡροσκοπεῖον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, A = ὡρολόγιον, Str.2.5.14, Gem.2.35, Boeth. ap. Eus.PE11.28; ὕδριον ὡροσκοπεῖον Hero Spir.1Praef.;also ὡροσκόπιον, D.L.2.1, 6.104; τὰ ὑδρεῖα τῶν ὡροσκοπίων water-clocks, Simp.in Ph. 1335.14. II ὡροσκόπιον, = ὡροσκόπος ΙΙ, S.E.M.5.68. 2 instrument for observing the ascendant (ὡροσκόπος), τῆς δι' ἀστρολάβων ὡροσκοπίων κατ' αὐτὴν τὴν ἔκτεξιν διοπτεύσεως Ptol.Tetr.108.
Greek (Liddell-Scott)
ὡροσκοπεῖον: τό, = ὡροσκόπιον, Διογέν. Λαέρτ. 2. 1., 6. 104. ΙΙ. =ὡροσκόπος ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68.
Russian (Dvoretsky)
ὡροσκοπεῖον: τό астрол. гороскоп Sext.
German (Pape)
[Seite 1415] τό, 1) ein Instrument, die Geburtsstunde zu erfahren u. zu beurtheilen. – 2) = ὡρολόγιον, Heliod. 9, 22, v. l.