δεκάστυλος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ον, decastyle, with ten columns in front, Vitr.3.2.8.
Spanish (DGE)
-ον
arq. de diez columnas, hypaethros uero decastylos est in pronao et postico Vitr.3.2.8.
German (Pape)
[Seite 543] von zehn Säulen, Vitruv. 3, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάστῡλος: -ον, ἔχων δέκα κίονας ἔμπροσθεν, Βιτρούβ. 3. 2, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάστυλος, -ον)
αυτός που έχει δέκα κίονες στην πρόσοψη.