ὑποκορισμός

Revision as of 21:50, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ὑποκόρισμα;" to "Ancient Greek: ὑποκοριστικόν, ὑποκόρισμα, ὑποκορισμός;")

English (LSJ)

ὁ, A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33. 2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκορισμός:
1) ласкательное прозвище Plut.;
2) грам. уменьшительная форма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.

Greek Monolingual

ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Greek Monotonic

ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,
I. = ὑποκόρισμα, Plut.
II. the use of diminutives, Arist.

Translations

term of endearment

Chinese Mandarin: 愛稱, 爱称, 暱稱, 昵称; Czech: něžné oslovení; Esperanto: karesvorto; Finnish: hellittelysana, hellittelynimi; French: terme affectueux; Galician: palabra de afecto; Georgian: მოფერებითი სიტყვა; German: Kosewort; Greek: χαϊδευτικό, υποκοριστικό; Ancient Greek: ὑποκοριστικόν, ὑποκόρισμα, ὑποκορισμός; Hebrew: שם חיבה‎; Hungarian: becenév, becézés, becéző szavak; Icelandic: blíðuhót, blíðuorð, ástarorð, ástarheiti; Italian: vezzeggiativo; Japanese: 愛称; Norwegian: kjæleord; Portuguese: termo afetivo; Russian: ласкательное имя, ласкательное слово; Spanish: palabra de afecto, palabra tierna, palabra afectuosa, palabra cariñosa