υποκορίζομαι
Greek Monolingual
ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ
(στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις
νεοελλ.
καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο του ονόματός του
μσν.-αρχ.
μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και παιδίον ἀνεκάλει ὑποκορίζουσα τὴν φωνήν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) (για εραστές) δίνω σε κάποιον χαϊδευτικό όνομα, κολακεύω κάποιον ονομάζοντάς τον χαϊδευτικά («τὴν Ἑκάλην ἐτίμων, Ἑκαλίνην ὑποκοριζόμενοι», Πλούτ.)
2. μετριάζω την εντύπωση που προκαλεί κάτι το κακό ή το δύσφημο δίνοντάς του ευχάριστο ή εύφωνο όνομα, συγκαλύπτω με λέξεις, κάνω ευφημισμό (α. «καὶ προθυμίας τὰς ἐπιθυμίας ὑποκορίζονται», Πλούτ.
β. «ἀστείως ὑποκορίζεσθαι τὰς μὲν πόρνας, ἑταίρας», Πλούτ.)
3. δυσφημώ κάτι το καλό δίνοντάς του κακό όνομα («οἱ μὲν φίλοι καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῦν
τες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν», Ξεν.)
4. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («τὰ μὲν πρῶτα φιλίαν ὑποκοριζόμενος δόλῳ καὶ ἀπάτη πάντ' ἔπραττεν», Ευσ.)
5. μιμούμαι κάποιον κοροϊδεύοντάς τον («ὑποκοριζόμενος τοὺς μὲν τὸ φθέγμα, τοὺς δὲ τὸ βάδισμα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόρη. Το απλὸ ρ. κορίζομαι «θωπεύω, χαϊδεύω, καλοπιάνω» απαντά μόνο μια φορά].