Σίντιες
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
οἱ, the Sintians, a name (variously expld. in Eust.158.4sq.) of early inhabitants of Lemnos, Il.1.594, Od.8.294, Hellanic.71 (a), (c) J.:—hence Σιντηΐς, ΐδος, ἡ, old name of Lemnos, A.R.1.608, 4.1759:—Adj. Σιντιακός, ή, όν, Orph.A.471.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Sinties (« pillards, pirates »), premiers habitants de Lemnos.
Étymologie: σίντης.
Russian (Dvoretsky)
Σίντιες: οἱ синтии (древние обитатели Лемноса) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
Σίντιες: οἱ, ὄνομα τῶν ἀρχαιοτάτων κατοίκων τῆς Λήμνου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πειραταὶ (πρβλ. σίνομαι), Ἰλ. Α. 594. Ὀδ. Θ. 294· - ἐντεῦθεν Σιντηίς, ίδος, ἡ, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Λήμνου, Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 608, Δ. 1759· -ἐπίθετ. Σιντιακός, ή, όν, Ὀρφ. Ἀργ. 473.
English (Autenrieth)
(‘Plunderers'): the Sintians, ancient inhabitants of Lemnos, Il. 1.594, Od. 8.294.
Greek Monolingual
oἱ, Α σίνομαι
οι αρχαίοι Θράκες κάτοικοι της Λήμνου.
Greek Monotonic
Σίντιες: οἱ (σίνομαι), Σίντιες, αρχαιότατοι κάτοικοι της Λήμνου που ήταν πειρατές, σε Όμηρ.
Middle Liddell
σίνομαι
the Sintians, early inhabitants of Lemnos, who were pirates, Hom.