σιαλίς
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a kind of A bird, Did. ap. Ath.9.392f. II σιαλίς· βλέννος, Ἀχαιοί, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σιαλίς: -ίδος, εἶδος πτηνοῦ, Ἀθην. 392F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιαλίς· βλέννος Ἀχαιοί».
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «βλέννος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κύμινδ-ις)].