γνάθων
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ωνος, ὁ, full-mouth, pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης Luc.Tim.45.
Spanish (DGE)
αὔλημά τι ἢ ἀναφύσημα Phot.γ 161.
Greek (Liddell-Scott)
γνάθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ στόμα· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον ὄνομα παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
German (Pape)
ωνος, ὁ, Pausback, als Eigenname von Parasiten, Plut. und Comici.