θαλύπτω
From LSJ
English (LSJ)
= θάλπω, aor. 1 inf. θαλύψαι, Id.; cf. ἀκροθάλυπτος.
Greek (Liddell-Scott)
θαλύπτω: θάλπω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θαλύψαι· ἴδε ἀκροθάλυπτος.
Greek Monolingual
θαλύπτω (Α)
θάλπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαλυκρός.
German (Pape)
warm machen, Hesych.