κιρράζω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
κιρράζω: γίνομαι κιτρινωπός, κιτρινίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.
κιρράζω (Μ) κιρρός
γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω.
hellgelb sein, Eust.