τρισμός

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμός Medium diacritics: τρισμός Low diacritics: τρισμός Capitals: ΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trismós Transliteration B: trismos Transliteration C: trismos Beta Code: trismo/s

English (LSJ)

v. τριγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1) писк (μυός Plut.);
2) визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.

German (Pape)

ὁ, das Schwirren, Schrillen, Zirpen, Knirschen, Arist., Plut. und A.