διερύκω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
[ῡ], keep off, Arat.299 (tm.); hinder, ἁψιμαχίαν Plu. Lyc.2.
Spanish (DGE)
apartar, mantener lejos διὰ ξύλον ἄϊδ' ἐρύκει Arat.299 (tm.)
•impedir ἁψιμαχίαν τινά Plu.Lyc.2.
French (Bailly abrégé)
séparer ; arrêter.
Étymologie: διά, ἐρύκω.
Russian (Dvoretsky)
διερύκω: разнимать, т. е. удерживать (ἁψιμαχίαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διερύκω: [ῡ], ἀποκρούω, Ἄρατ. 299· ἐμποδίζω, ἁψιμαχίαν Πλούτ. Λυκ. 2.
Greek Monolingual
διερύκω (Α) ερύκω
αποκρούω, εμποδίζω.
Greek Monotonic
διερύκω: [ῡ], αποκρούω, εμποδίζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
German (Pape)
auseinander halten, ἁψιμαχίαν, d.i. hindern, Plut. Lyc. 2.