ὀνυχίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὄνυξ 111.4) of the onyx kind, ὀ. λίθος Dsc.5.74 :—also fem. ὀνῠχ-ῖτις λίθος, App.Mith. 115, cf. Plin. HN34.103.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνῠχίτης: -ου, ὁ, (ὄνυξ ΙΙΙ. 4) ὁ ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὄνυχος, ὀν. λίθος Διοσκ. 5. 84· ὡσαύτως θηλ., ὀνυχῖτις λίθος Ἀππ. Μιθρ. 115, Πλίν.
German (Pape)
ὁ, dem Onyx ähnlich, Diosc. und Sp.