αὐλίδιον
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
τό, Dim. of αὐλή, A place of athletic exercises, ring, Thphr. Char.5.9. II (αὐλός) small tube, Alex.Trall.3.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 tubo pequeño αὐλίδιόν τινες ἐμβάλοντες τῇ ἀκοῇ Alex.Trall.2.97.7, cf. Sch.D.T.227.21.
2 dim. de αὐλή patio pequeño, PNess.31.3, 41 (VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ αὐλή· τόπος ἔνθα ἐγίνοντο ἀθλητικαί ἀσκήσεις καὶ ἐπιδείξεις ῥώμης, Θεοφρ. Χαρ. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ αὐλὸς) μικρὸς σωλήν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 6, σ. 61.
Greek Monotonic
αὐλίδιον: τό, υποκορ. του αὐλή, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[Dim. of αὐλή, Theophr.]
German (Pape)
1 τό, dim. von αὐλή, kleiner Hof; Kampfplatz, Theophr. char. 5.4.
2 τό, dim. von αὐλός, kleine Röhre, Sp.