ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(ἡ) :
renard (de la fable) qui a la queue coupée.
Étymologie: κόλουρος.
κόλουρις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κόλουρος.
ιδος, ἡ, fem. zu κόλουρος; Timocr. bei Plut. Them. 21 nennt den Fuchs κόλουρις. Vgl. κοθοῦρις.