ὑψίκερας
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (Slater)
ὑψίκερας high peaked test., Et. Mag., 504. 3, κέρατα καλοῦσι πάντα τὰ ἄκρα, ὥς φησι Πίνδαρος· ὑψικέρατα πέτραν fr. 325.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκερας: (только acc. ὐψικέρᾱτα) adj. досл. высокорогий, перен. островерхий (πέτρα Pind. ap. Arph.).
German (Pape)
ᾱτος, ὁ, ἡ, od. ὑψικέρατος, = ὑψίκερως; ὑψικέρατα πέτραν, Pind. frg. 285, bei Ar. Nub. 591.