δαρόβιος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
Doric for δηρόβιος.
Spanish (DGE)
(δᾱρόβιος) -ον de larga vida θεοί A.Th.524.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δηρόβιος.
Russian (Dvoretsky)
δᾱρόβιος: дор. = *δηρόβιος.
German (Pape)
[ᾱ], dor. = δηρόβιος.