προσωπίς

From LSJ
Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωπίς Medium diacritics: προσωπίς Low diacritics: προσωπίς Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΣ
Transliteration A: prosōpís Transliteration B: prosōpis Transliteration C: prosopis Beta Code: proswpi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = προσώπιον.

Greek (Liddell-Scott)

προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].

German (Pape)

ἡ, dim. von πρόσωπον, Poll. 10.127. – Auch eine Pflanze, die braune Königskerze, Diosc.