οἰνόγαλα
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ακτος, τό, milk mixed with wine, Hp.Mul.1.80 (v.l. ὀνείῳ γάλακτι), Epid.7.82.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόγᾰλα: ακτος, τό, γάλα μεμιγμένον μετ’ οἴνου, Ἱππ. 629. 51, 123Β· ὁ Cornarius ὄνου γάλα.
Greek Monolingual
το (Α οἰνόγαλα, -ακτος) ποτό που αποτελείται από οίνο και γάλα
νεοελλ.
γάλα που έχει υποστεί οινοπνευματική ζύμωση.
German (Pape)
ακτος, τό, Weinmilch, Hippocr.