μασταρύζω

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:— also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.

French (Bailly abrégé)

mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μαστᾰρύζω: вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ γήρως Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».

Greek Monolingual

μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].

Greek Monotonic

μαστᾰρύζω: μόνο σε ενεστ., μουρμουρίζω, λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Middle Liddell

μαστᾰρύζω,
only in pres., to mumble, of an old man, Ar. [Formed from the sound.]

German (Pape)

auch μασταρίζω geschrieben, von den VLL κακῶς μασῶμαι καὶ βλακικῶς erkl.; von Phot. auch τρέμειν, ἀγωνιᾶν, wie aus Ar. Ach. 649 ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει hervorgeht, von alten Leuten gesagt, die nicht mehr recht kauen können, mit den Lippen od. Kinnbacken wackeln, murmeln. Vgl. noch μαστιχάω.