ὠχροειδής

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχροειδής Medium diacritics: ὠχροειδής Low diacritics: ωχροειδής Capitals: ΩΧΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōchroeidḗs Transliteration B: ōchroeidēs Transliteration C: ochroeidis Beta Code: w)xroeidh/s

English (LSJ)

ές, pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.

Greek Monolingual

-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].

German (Pape)

ές, von blassem, bleichem Ansehen, bläßlich, – od. ockerähnlich, gelblich, Suid.