μακροτέρω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Full diacritics: μακροτέρω | Medium diacritics: μακροτέρω | Low diacritics: μακροτέρω | Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩ |
Transliteration A: makrotérō | Transliteration B: makroterō | Transliteration C: makrotero | Beta Code: makrote/rw |
farther off, Id.Pr.901a22.
v. μακρῶς.
μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.
μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.