ἐπεισέρρω
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
rush in with ill luck to one, Poll.9.158, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισέρρω: «ἐπεισήρρησεν, εἰσεφθάρη» Σουΐδ., Πολυδ. Θ΄, 158. - Ὁ Herwerden ἐν Αἰσχύλ. Ἀγαμέμν. 864 ἀντὶ τοῦ ἐπεσφέρειν ἔχει ἐπεισέρρειν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισέρρω: врываться, вторгаться (Aesch. - v.l. к ἐπεισφέρω).
German (Pape)
(ἔρρω), sich hineinpacken, Poll. 9.158.