οἰνοειδής
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ές, like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).
German (Pape)
ές, weinähnlich, -artig, Hesych.