μαζοποιός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
όν, making barley-bread, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].