μαζοποιός

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοποιός Medium diacritics: μαζοποιός Low diacritics: μαζοποιός Capitals: ΜΑΖΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mazopoiós Transliteration B: mazopoios Transliteration C: mazopoios Beta Code: mazopoio/s

English (LSJ)

όν, making barley-bread, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].

German (Pape)

Gerstenbrot machend.