πολύχρους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for πολύχροος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
German (Pape)
zusammengezogen aus πολύχροος.