συνεκκλίνω
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
[ῑ], decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.
Greek Monolingual
Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.
German (Pape)
[ῑ], mit od. zugleich ausbeugen, DS