γονόρροιος
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
Greek (Liddell-Scott)
γονόρροιος: -ον, ὁ πάσχων γονόρροιαν, Ἰώσηπ. Π. Ι. 6. 9, 3.
Spanish (DGE)
-ον
aquejado de gonorrea subst. γονορροίοις ... καὶ λεπροῖς ἡ πόλις ὅλη ... ἀπεκέκλειστο I.BI 5.227.
Greek Monolingual
γονόρροιος, -ον (Α) γονόρροια
ο γονορροϊκός.