οἰσυουργός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
όν, working in osier-twigs, Eup.433.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.
Greek Monolingual
οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].
German (Pape)
aus Weidenzweigen arbeitend, Eupol. bei Poll. 7.176.