ἀκτημοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτημοσύνη Medium diacritics: ἀκτημοσύνη Low diacritics: ακτημοσύνη Capitals: ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aktēmosýnē Transliteration B: aktēmosynē Transliteration C: aktimosyni Beta Code: a)kthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poverty, Crates Theb. ap. Epiph.Haer.3.2, Poll.3.111, 6.197.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
renuncia a la propiedad, pobreza Crates Theb.Socr.Rel.16, Poll.3.111, 6.197
esp. de crist. ref. a la pobreza evangélica, Nil.M.79.968C, como virtud de la vida ascética, Basil.M.32.293A, Pall.H.Laus.37.1, considerada como una riqueza, Gr.Naz.M.36.244C.

Greek Monolingual

η (Α ἀκτημοσύνη) ἀκτήμων
έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια
μσν.
1. κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη
2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου.

German (Pape)

ἡ, Besitzlosigkeit, Armut, Clem.Al., Sp.