γλυκύχυμος
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ον, = γλυκύχυλος, Gal. 11.494; δίαιτα Paul.Aeg. 2.15; — Subst. γλυκυχυμία, ἡ, Gal. 14.749.
Spanish (DGE)
-ον
de dulce jugo φάρμακα Gal.11.494, δίαιτα Paul.Aeg.2.15.
{{LSJ1 |Full diacritics=γλῠκῠχῡμος |Medium diacritics=γλυκύχυμος |Low diacritics=γλυκύχυμος |Capitals=ΓΛΥΚΥΧΥΜΟΣ |Transliteration A=glykýchymos |Transliteration B=glykychymos |Transliteration C=glykychymos |Beta Code=gluku/xumos |Definition=ον, = γλυκύχυλος ([[with sweet juices), Gal. 11.494 ; δίαιτα Paul.Aeg. 2.15 ; — Subst. γλυκυχυμία, ἡ, Gal. 14.749. }}
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύχῡμος: -ον, = γλυκύχυλος, Γαλην. 13, 42 b.
Greek Monolingual
γλυκύχυμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό χυμό
2. (για γάλα) εύγευστος
3. (για νερό) δροσερός.
German (Pape)
[ῡ], süßsaftig, Galen.