μεσοδόμιον
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
τό, v. μεσολάνιον.
Greek Monolingual
μεσοδόμιον, τὸ (Α) [[[μεσόδομος]] II]
το μεσολάνιον.