κυνόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόγλωσσος Medium diacritics: κυνόγλωσσος Low diacritics: κυνόγλωσσος Capitals: ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kynóglōssos Transliteration B: kynoglōssos Transliteration C: kynoglossos Beta Code: kuno/glwssos

English (LSJ)

ον, A dog-tongued: hence 1 κυνόγλωσσος, , kind of fish, Epich. 44. 2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.

Greek Monolingual

-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].

German (Pape)

ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. κυνόγλωσσον.