τρισέπαρχος

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσέπαρχος Medium diacritics: τρισέπαρχος Low diacritics: τρισέπαρχος Capitals: ΤΡΙΣΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: triséparchos Transliteration B: triseparchos Transliteration C: triseparchos Beta Code: trise/parxos

English (LSJ)

ὁ, thrice an ἔπαρχος, i.e. praefectus urbis, AP9.697.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois éparque.
Étymologie: τρίς, ἔπαρχος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσέπαρχος: ὁ троекратный эпарх, т. е. наместник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρισέπαρχος: ὁ, ὁ τρὶς ἔπαρχος, δηλ. Praetor, πραίτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 697, Πλαν. 73. 1, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἔπαρχος «ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πραίτωρ»].

Greek Monotonic

τρισέπαρχος: ὁ, τρεις φορές ἔπαρχος, δηλ. Praetor, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρισ-έπαρχος, ὁ,
thrice an ἔπαρχος, i. e. Praetor, Anth.

German (Pape)

ὁ, dreimal ἔπαρχος, Sp.