ἁλιόκαυστος
From LSJ
English (LSJ)
Doric for ἡλιόκαυστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. c. ἡλιοκαής.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιόκαυστος: дор. = ἡλιόκαυστος (см. ἡλιοκαής).
German (Pape)
dor. = ἡλιόκαυστος.
Full diacritics: ἁλιόκαυστος | Medium diacritics: ἁλιόκαυστος | Low diacritics: αλιόκαυστος | Capitals: ΑΛΙΟΚΑΥΣΤΟΣ |
Transliteration A: haliókaustos | Transliteration B: haliokaustos | Transliteration C: aliokafstos | Beta Code: a(lio/kaustos |
Doric for ἡλιόκαυστος.
ος, ον :
dor. c. ἡλιοκαής.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
ἁλιόκαυστος: дор. = ἡλιόκαυστος (см. ἡλιοκαής).
dor. = ἡλιόκαυστος.