ἀκινδυνώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, of no dangerous appearance, f.l. in Hp.Art.65 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) = μὴ ἔχων ὄψιν ἐπικίνδυνον, Ἱππ. 829Η.
Greek Monolingual
ἀκινδυνώδης, -ες (Α) ἀκίνδυνος
αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος.
German (Pape)
[ῡ], gefahrlos, Hippocr.