οἰστρομανία
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, fury, frenzy, Hp.Ep.17.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρομᾰνία: Ἰων. -ίη, οἰστρώδης μανία, τῆς ἀσελγείης Ἱππ. 1284. 19.
Greek Monolingual
η (Α οἰστρομανία και ιων. τ. οἰστρομανίη) οιστρομανής
νεοελλ.
το σύνολο τών εκδηλώσεων γενετήσιας υπερδιέγερσης που εκδηλώνεται και στα δύο φύλα και που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια
αρχ.
παράφορο πάθος.
German (Pape)
ἡ, Wut, rasende Leidenschaft, τῆς ἀσελγείης, Hippocr.