οἰστρομανία

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρομᾰνία Medium diacritics: οἰστρομανία Low diacritics: οιστρομανία Capitals: ΟΙΣΤΡΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: oistromanía Transliteration B: oistromania Transliteration C: oistromania Beta Code: oi)stromani/a

English (LSJ)

Ion. οἰστρομανίη, ἡ, fury, frenzy, Hp.Ep.17.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρομᾰνία: Ἰων. -ίη, οἰστρώδης μανία, τῆς ἀσελγείης Ἱππ. 1284. 19.

Greek Monolingual

η (Α οἰστρομανία και ιων. τ. οἰστρομανίη) οιστρομανής
νεοελλ.
το σύνολο τών εκδηλώσεων γενετήσιας υπερδιέγερσης που εκδηλώνεται και στα δύο φύλα και που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια
αρχ.
παράφορο πάθος.

German (Pape)

ἡ, Wut, rasende Leidenschaft, τῆς ἀσελγείης, Hippocr.

Translations

frenzy

Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля