χιλιόφυλλος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ, A = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4. 2 = Ἀχίλλειος, ib.36. II v. στρατιώτης 11.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόφυλλος: ὁ, ὄνομα φυτοῦ, millefolium, Διοσκ. 4. 103· καὶ εἶδος ἑτέρου φυτοῦ τοῦ πολυγόνου, polygonum, ὁ αὐτ. (ἐν Νόθοις) 4. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν
1. το φυτό αχίλλεια
2. το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά-φυλλος, πεντά-φυλλος].
German (Pape)
[χῑ], ὁ, Tausendblatt, eine Pflanze, Diosc.