νυκτήγρετον

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτήγρετον Medium diacritics: νυκτήγρετον Low diacritics: νυκτήγρετον Capitals: ΝΥΚΤΗΓΡΕΤΟΝ
Transliteration A: nyktḗgreton Transliteration B: nyktēgreton Transliteration C: nyktigreton Beta Code: nukth/greton

English (LSJ)

τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.

Greek Monolingual

νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].

German (Pape)

τό, eine Pflanze, Plin. H.N. 21.12, von deren Leuchten bei Nacht viel gefabelt wurde.