τρισμέγιστος
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
η, ον, thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes (Thoth), CPHerm.125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)
Greek (Liddell-Scott)
τρισμέγιστος: -η, -ον, τρὶς μέγιστος, σφόδρα μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισμέγιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
1. πάρα πολύ μεγάλος
2. (στην αποκρυφολογία) προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μέγιστος].
Léxico de magia
-ον el tres veces máximo de Hermes ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τ. Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos P IV 886