οἰκοδομητικός
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ή, όν, fitted for building: ἡ -κή (sc. τέχνη) architecture, Luc.Cont.5 (al. -δομική).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική).
Greek Monolingual
οἰκοδομητικός, -ή, -όν (Α) οικοδομητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική
(ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική.
Greek Monotonic
οἰκοδομητικός: -ή, -όν, κατάλληλος για οικοδόμηση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), αρχιτεκτονική, σε Λουκ.
Middle Liddell
οἰκοδομητικός, ή, όν
fitted for building: ἡ -κή (sc. τέχνἠ architecture, Luc.
German (Pape)
ή, όν, den Hausbau betreffend; ἡ οἰκοδομητική, sc. τέχνη, die Baukunst, Sp., wie Luc. Cont. 5.