λυκαινόμορφος

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαινόμορφος Medium diacritics: λυκαινόμορφος Low diacritics: λυκαινόμορφος Capitals: ΛΥΚΑΙΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: lykainómorphos Transliteration B: lykainomorphos Transliteration C: lykainomorfos Beta Code: lukaino/morfos

English (LSJ)

ον, she-wolf-shaped, Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαινόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λυκαίνης, Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

λυκαινόμορφος -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεόμορφος, τερατόμορφος].

German (Pape)

wie eine Wölfin gestaltet, in Wolfsgestalt, Lycophr. 481.