θεωρηματικός

From LSJ
Revision as of 18:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρημᾰτικός Medium diacritics: θεωρηματικός Low diacritics: θεωρηματικός Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrēmatikós Transliteration B: theōrēmatikos Transliteration C: theorimatikos Beta Code: qewrhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be interpreted as seen, ὄνειροι, opp. ἀλληγορικοί, Artem.4.1. II theoretic, ἀρετή Stoic.3.48, cf. lamb.Protr.21. λβ, D.L.3.49; dogmatic, epithet of Metrodorus, Id.2.113; contemplative, βίος Jul. ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.

German (Pape)

[Seite 1205] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Gegensatz von πρακτικός, 7, 90 von ἀθεώρητος. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im Gegensatz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.

Russian (Dvoretsky)

θεωρημᾰτικός:сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρημᾰτικός: -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, θεωρητικός, ἀντίθετον τῷ πρακτικός, Διογ. Λ. 3. 49· δογματικός, ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113· θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90.

Greek Monolingual

θεωρηματικός, -ή, -όν (Α) θεώρημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα
2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία
3. (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)
ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα
4. φρ. «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την πραγματικότητα.